Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπαρχιπυροσβέστης
1 item total
υπαρχιπυροσβέστης ο [iparxipirozvéstis] Ο10 : βαθμός υπαξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον πυροσβέστη και κατώτερος από τον αρχιπυροσβέστη.

[λόγ. υπ(ο)- αρχιπυροσβέστης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go