Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- υλοζωισμός ο [ilozoizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος στο σύνολό του είναι ζωντανός και έμψυχος.
[λόγ. < γαλλ. hylozoïsme < hylo- = υλο- + αρχ. ζω(ή) -isme = -ισμός]