Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδατοδιαλυτός -ή -ό [iδatoδialitós] Ε1 : (χημ.) για σώμα το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύεται στο νερό.
[λόγ. υδατο- + διαλυτός μτφρδ. αγγλ. water-soluble]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. υδατο- + διαλυτός μτφρδ. αγγλ. water-soluble]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |