Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδατοδιαλυτός
1 εγγραφή
υδατοδιαλυτός -ή -ό [iδatoδialitós] Ε1 : (χημ.) για σώμα το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύεται στο νερό.

[λόγ. υδατο- + διαλυτός μτφρδ. αγγλ. water-soluble]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες