Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τύψη
1 item total
τύψη η [típsi] Ο31 : δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που δημιουργεί το συναίσθημα της ενοχής: Aισθάνομαι / έχω τύψεις (συνειδήσεως). Ομολόγη σε το έγκλημα, επειδή τον βασάνιζαν οι τύψεις. Έχω τύψεις που του αρνήθηκα τη βοήθειά μου. H ~ είναι η τιμωρία που μας επιβάλλει η συνείδηση.

[λόγ. < ελνστ. τύψις `χτύπημα΄ κατά τη φρ. τύπτειν τήν συνείδησιν (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go