Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τυχοδιώκτης
1 item total
τυχοδιώκτης ο [tixoδióktis] Ο10 θηλ. τυχοδιώκτρια [tixoδióktria] Ο27 : άνθρωπος που ζει ριψοκίνδυνη και περιπετειώδη ζωή, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, για να πετύχει τον εύκολο πλουτισμό ή την κοινωνική προβο λή: Πολλοί τυχοδιώκτες ακολούθησαν τους εξερευνητές και τους θαλασ σοπόρους. || Έπεσε θύμα ενός τυχοδιώκτη, ενός κοινού απατεώνα.

[λόγ. τύχ(η) -ο- + διώκτης μτφρδ. αγγλ. fortune hunter· λόγ. τυχοδιώκ(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go