Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τροχιά
1 item total
τροχιά η [troxiá] Ο24 : I1. η καμπύλη που διαγράφει: α. ένα ουράνιο σώμα όταν κινείται με κέντρο ένα άλλο ουράνιο σώμα: Ελλειπτική / κυκλική ~. H γη κινείται σε ~ γύρω από τον ήλιο. Tεχνητός δορυφόρος μπήκε σε ~ γύρω από τη γη. β. ένα σώμα που κινείται, π.χ. βλήμα όπλου, από τη στιγμή που εκτοξεύεται ως τη στιγμή που πέφτει κάτω. || (μαθημ.) η γραμμή που διαγράφει ένα σημείο που κινείται. 2. (μτφ.) πορεία: H φωτεινή ~ του Σεφέρη στη νεοελληνική ποίηση. II. σιδηροτροχιά.

[λόγ. < ελνστ. τροχιά `στεφάνι τροχού΄ σημδ. γαλλ. orbite]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go