Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τροποποίηση η [tropopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τροποποιώ: Θα γίνει ~ του οικοδομικού κανονισμού. ~ του αρχικού σχεδίου δράσης.
[λόγ. τροποποιη- (τροποποιώ) -σις > -ση]