Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τριάρι
1 item total
τριάρι το [triári] Ο44 : σύνολο από τρεις ομοειδείς μονάδες. 1α. διαμέρισμα πολυκατοικίας με τρία κύρια δωμάτια: Aγόρασε / νοίκιασε ένα ~. β. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσε ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). γ. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~ στο διαγώνισμα, ένα τρία. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό τρία και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα τριάρια. τριαράκι το YΠΟKΟΡ.

[τρί(α) -άρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go