Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρεχούμενος
1 εγγραφή
τρεχούμενος -η -ο [trexúmenos] & τρεχάμενος -η -ο [trexámenos] Ε5 στη σημ. 1α : 1. για νερό που τρέχει: α. από πηγή. ANT στεκούμενος: Ένα καταπράσινο χωριό με τρεχούμενα νερά. β. από δίκτυο ύδρευσης: Σήμερα όλα τα σπίτια έχουν τρεχούμενο νερό. 2. (λογοτ.) που υπάρχει, που ισχύει σήμερα· σημερινός, καθημερινός: Περιστατικά της τρεχούμενης ζωής μας. 3. ~ λογαριασμός, που ανοίγει μια τράπεζα στο όνομα ενός καταθέτη με το δικαίωμα να κάνει αυτός καταθέσεις και αναλήψεις οποτεδήποτε και να χρησιμοποιεί το βιβλιάριο επιταγών για τις καθημερινές συναλλαγές του· ανοιχτός λογαριασμός.

[τρέχ(ω) -ούμενος, -άμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες