Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- τοπίο το [topío] Ο39 : 1. γεωγραφική ενότητα με κοινά φυσικά χαρακτηριστικά: Ελληνικό / ορεινό / αλπικό / μεσογειακό ~. Aρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στο νησιώτικο ~. Tα εργοστάσια κατέστρεψαν το αττικό ~. Σεληνιακό* ~ και ως ΦΡ. || (έκφρ.) πολιτικό ~, οι ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο: Ύστερα από το συνέδριο του κόμματος, θα ξεκαθαρίσει το πολιτικό ~. || γραφική τοποθεσία: Ειδυλλιακό / ωραίο ~. 2. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοπίο· τοπιογραφία.
[λόγ.: 1: μσν. τοπίον < ελνστ. τόπ(ιον) -ίον· 2: σημδ. γαλλ. paysage ή μέσω του ιταλ. paesaggio]
- τοπιογραφία η [topioγrafía] Ο25 : α. ζωγραφική παράσταση τοπίων. β. ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει τοπίο.
[λόγ. τοπιογράφ(ος) -ία]



