Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τηλέγραφος
2 items total [1 - 2]
τηλέγραφος 1 ο [tiléγrafos] Ο20α : το σύνολο των μηχανικών μέσων, τα οποία επιτρέπουν τη μετάδοση μηνυμάτων σε μακρινές αποστάσεις. α. οπτικός ~, με φωτεινές ακτίνες. β. ναυτικός ~, μετάδοση μηνυμάτων στα πλοία με ειδικά σήματα. γ. ηλεκτρικός ~, για τη μετάδοση γραπτών μηνυμάτων: Σήμερα ο ~ εκτοπίζεται καθημερινά από το τηλέτυπο. (έκφρ.) δούλεψε ο ~, για να δηλώσουμε ότι μια πληροφορία, ένα νέο μεταδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα.

[λόγ. τηλεγράφος < γαλλ. télégraphe < télé- = τηλε- + αρχ. γράφ(ω) -ος, με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]

τηλέγραφος 2 ο : είδος καλλωπιστικού φυτού με πολύ ψηλό κορμό.

[< τηλέγραφος 1 επειδή ο κορμός του αναρριχάται ψηλά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go