Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τεμαχίζω
1 item total
τεμαχίζω [temaxízo] -ομαι Ρ2.1 : χωρίζω κτ. σε κομμάτια, το κόβω, το κομματιάζω: ~ το ψωμί / το κρέας. H γη τεμαχίστηκε για να πουληθεί ως οικόπεδα. Bρέθηκε τεμαχισμένο πτώμα αγνώστου.

[λόγ. < ελνστ. τεμαχίζω (ψάρια για αλάτισμα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go