Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταγέρ
1 item total
ταγέρ το [tajér] Ο (άκλ.) : γυναικείο ρούχο που αποτελείται από μια ζακέτα, συνήθ. σε αντρικό στιλ, και μια φούστα από το ίδιο ύφασμα: Σπορ / αμπιγέ ~. Xειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο / καλοκαιρινό ~. ταγεράκι το YΠΟKΟΡ: Φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ~.

[λόγ. < γαλλ. tailleur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go