Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τέμενος
1 εγγραφή
τέμενος το [témenos] Ο47 : 1α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα. β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί. 2. (μτφ.) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ.: Iερό ~ των Mουσών.

[λόγ.: 1: αρχ. τέμενος (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. temple]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες