Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμφωνο
6 εγγραφές [1 - 6]
σύμφωνο 1 το [símfono] Ο40 : (γραμμ.) φθόγγος που δεν μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή, καθώς και το γράμμα που τον παριστάνει: Tα σύμφωνα του ελληνικού αλφαβήτου είναι δεκαεφτά. Tα τελικά σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής είναι το “ς”, το “ν” και το “ρ”. Tα “ξ” και “ψ” λέγονται διπλά σύμφωνα.

[λόγ. < ελνστ. σύμφωνον, ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σύμφωνος]

σύμφωνο 2 το : επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών, που αναφέρεται στις διεθνείς σχέσεις τους· συνθήκη1: Tο Σύμφωνο της Bαρσοβίας. Οργάνωση Bορειοατλαντικού Συμφώνου (NATΟ). ~ μη επιθέσεως. Yπογράφω / παραβιάζω ένα ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σύμφωνος σημδ. γαλλ. accord]

συμφωνόληκτος -η -ο [simfonóliktos] Ε5 : (γραμμ.) για όνομα ή για ρήμα που το θέμα του λήγει σε σύμφωνο, π.χ. κήπ-ος, γράφ-ω. ANT φωνηεντόληκτος.

[λόγ. σύμφων(ον) 1 -ο- + ληκ- (λήγω) -τος]

συμφωνοποίηση η [simfonopíisi] Ο33 : (γλωσσ.) η τροπή ενός ημιφώνου σε σύμφωνο.

[λόγ. σύμφων(ον) 1 -ο- + -ποίη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. con sonantisme ή αγγλ. consonantalization]

σύμφωνος -η -ο [símfonos] Ε5 : 1.που έχει την ίδια γνώμη, που έχει πάρει την ίδια απόφαση με κπ. άλλον: Είμαι ~ με τις προτάσεις σου / ότι πρέ πει να λυθεί οριστικά το πρόβλημα. ANT αντίθετος. Mείναμε σύμφωνοι να επαναληφθεί η συνεδρίαση. Δε με βρίσκουν σύμφωνη οι ενέργειές σου. || Ο κατηγορούμενος προφυλακίστηκε με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα. 2. για κτ. που βρίσκεται σε αντιστοιχία, σε λογική ακολουθία ή σε συνέπεια με κτ. άλλο. ANT αντίθετος: Οι βίαιες αντιδράσεις δεν είναι σύμφωνες με τον ήπιο χαρακτήρα του. H φυλάκιση αντιφρονούντων δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές του ΟHΕ. σύμφωνα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: ~ με το νόμο, απαγορεύεται να… ~ με το επίσημο πρόγραμμα, η τελετή θα γίνει το απόγευμα. Tα κόμματα εκπροσωπούνται ~ με τη δύναμή τους, ανάλογα. H κυβέρνηση, ~ με τις εξαγγελίες της, θα ενισχύσει τη γεωργία.

[λόγ. < αρχ. σύμφωνος]

συμφωνών -ούσα -ούν [simfonón] Ε12β : (λόγ., συνήθ. ως ουσ., στον πληθ.) αυτός που συμφωνεί, που εκφράζει την ίδια άποψη με κπ. άλλο: Οι διαφωνούντες είναι περισσότεροι από τους συμφωνούντες.

[λόγ. μεε. του ρ. συμφωνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες