Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σωματοφύλακας
1 item total
σωματοφύλακας ο [somatofílakas] Ο5 : άνδρας που ανήκει σε ένοπλο σώμα και που είναι υπεύθυνος για την προσωπική ασφάλεια ενός υψηλού προσώπου. || ειδικά εκπαιδευμένο άτομο που συνοδεύει και προστατεύει από κινδύνους ή από ενοχλήσεις ένα ισχυρό ή διάσημο πρόσωπο.

[λόγ. < ελνστ. σωματοφύλαξ, αιτ. -ακα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go