Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συννυφάδα
1 εγγραφή
συννυφάδα η [sinifáδa] Ο26 : καθεμιά από τις συζύγους δύο αδελφών στη σχέση που έχουν μεταξύ τους: Είμαστε συννυφάδες με τη Mαρία. Πήγα στη ~ μου.

[ελνστ. σύννυμφ(ος) `κουνιάδα΄ με αφομ. [mf > ff], απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] και μεταπλ. -άδα κατά το κουνιάδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες