Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπεριλαμβάνω
1 item total
συμπεριλαμβάνω [simberilamváno] -ομαι Ρ (βλ. περιλαμβάνω) : περιλαμβάνω, υπολογίζω ή κατατάσσω κπ. ή κτ. μαζί με άλλους ή με άλλα: Στην τιμή του δωματίου συμπεριλαμβάνεται και το πρωινό. Στην ανθολογία θα συμπεριληφθούν και έργα ξένων ποιητών. Στον κατάλογο των υποψηφίων δε συμπεριλαμβάνεται το όνομά του. || (λόγ. έκφρ.) και του τάδε συμπεριλαμβανομένου: Είναι όλοι αναμεμειγμένοι στο σκάνδαλο, και του διευθυντή συμπεριλαμβανομένου.

[λόγ. < ελνστ. συμπεριλαμβάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go