Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμαθήτρια
1 εγγραφή
συμμαθητής ο [simaθitís] Ο7 θηλ. συμμαθήτρια [simaθítria] Ο27 : αυτός που φοιτά ή που φοίτησε στην ίδια τάξη με κπ. ή με κάποιους άλλους μαθητές και στη σχέση του με αυτούς: Mε τον Tάκη είμαστε συμμαθητές. Συναντήθηκαν οι παλιές συμμαθήτριες. Ήμασταν συμμαθητές στη Σχολή Ευελπίδων. || (επέκτ.) αυτός που πηγαίνει στο ίδιο σχολείο με κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. συμμαθητής· λόγ. < μσν. συμμαθήτρια < συμμαθη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες