Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συγχώνευση
1 item total
συγχώνευση η [siŋxónefsi] Ο33 : η ενέργεια του συγχωνεύω, η συνένωση ομοειδών στοιχείων σε ένα: ~ επιχειρήσεων / τραπεζών / εταιρειών / δημόσιων υπηρεσιών. H ~ δύο συμφώνων σε ένα (κ και σ σε ξ). (νομ.) ~ ποινής, σε περίπτωση που κάποιος καταδικάζεται σε περισσότερες από μία ποινές και τελικά του επιβάλλεται η μεγαλύτερη ποινή: Kαταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλακή, κατά ~. || η διαδικασία της ανάμειξης μετάλλων με τη μέθοδο της τήξης.

[λόγ. συγχωνεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go