Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- στοίχος ο [stíxos] Ο18 : ευθεία γραμμή που σχηματίζεται από πρόσωπα ή πράγματα τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο: Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν σε δύο στοίχους / κατά στοίχους.
[λόγ. < αρχ. στοῖχος]



