Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκυλοβρίζω [skilovrízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) βρίζω κπ. πολύ και άσχημα: Mε σκυλόβρισε καλά καλά
|| (μόνο πληθ.) για πρόσωπα που το ένα βρίζει το άλλο: Σκυλοβριστήκαμε.
[σκυλο- + βρίζω]



