Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκάβω
1 εγγραφή
σκάβω [skávo] -ομαι Ρ4 : 1α. χτυπάω το έδαφος με ειδικό εργαλείο (σκαπάνη, τσάπα, κασμά κτλ.) και αναστρέφω το χώμα για να το καλλιεργή σω: ~ τον κήπο / το χωράφι / το αμπέλι. β. δημιουργώ μια κοιλότητα, κά νω κτ. κοίλο: ~ μια τρύπα. ~ τα θεμέλια του σπιτιού. ~ τούνελ. H αλεπού σκάβει τη φωλιά της. Σκαμμένος βράχος. || Πρέπει να σκάψεις πιο βαθιά για να βρεις νερό. ΦΡ ~ το λάκκο* κάποιου. ~ μόνος μου το λάκκο* μου. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο* του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. 2. (μτφ., προφ.) δίνω σε κτ. μια φόρμα περισσότερο κοίλη από το κανονικό: Σκαμμένο ντεκολτέ. Σκαμμένη καβαδούρα. || δημιουργώ βαθιές χαραγματιές: H αρρώστια τού έσκαψε τα μάγουλα.

[αρχ. σκά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. σκαψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες