Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σείω [sío] -ομαι Ρ αόρ. έσεισα, απαρέμφ. σείσει, παθ. αόρ. σείστηκα, απαρέμφ. σειστεί : τραντάζω, κουνώ πολύ δυνατά: Σείστηκε η γη από το σεισμό. ΠAΡ Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
[αρχ. σείω]



