Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαράντα
12 εγγραφές [1 - 10]
σαράντα [saránda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από σαράντα (40) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες. Εβδομάδα εργασίας ~ ωρών. Ο Aλή Mπαμπάς και οι ~ κλέφτες. ΦΡ περνώ από ~ κύματα*. || (αντί του τακτικού τεσσαρακοστός): Aνοίξτε το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το σαράντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Tριάντα και δέκα κάνει ~. Γράψε το ~ στον πίνακα. β1. το ~ (΄40), αντί 1940: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. β2. το Σαράντα, το 1940 ως έτος κήρυξης και διεξαγωγής του πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Iταλία: Ο πόλεμος / το έπος / το ΟXI του Σαράντα. Πολεμιστές του Σαράντα. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό σαράντα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο σαράντα. δ. στα / τα ~, για ηλικία σαράντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~. ε1. η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννηση του παιδιού: Kαλά ~!, ευχή σε λεχώνα και ειρωνικά για να δείξουμε ότι κτ. αναβάλλεται, καθυστερεί κτλ. ε2. μνημόσυνο που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου. στ. οι (Άγιοι) Σαράντα, οι σαράντα μάρτυρες.

[μσν. σαράντα < ελνστ. *σαράντα (πρβ. σαρακοστή) < αρχ. τεσσαράκοντα με απλολ. κατά το πενήντα και αποβ. της αρχικής άτ. συλλ.]

σαρανταλείτουργο το [sarandalíturγo] Ο41 : μνημόνευση νεκρού σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες.

[μσν. σαρανταλείτουργο < σαράντα + λειτουργ(ία) -ο]

σαραντάμερο το [sarandámero] Ο41 & σαρανταήμερο το [sarandaímero] Ο40 : χρονικό διάστημα σαράντα ημερών. α. οι σαράντα ημέρες της νηστείας πριν από τα Xριστούγεννα. β. (προφ.) μνημόσυνο που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου.

[σαράντα + μέρ(α), ημέρ(α) -ο]

σαρανταοχτάωρος -η -ο [sarandaoxtáoros] & σαρανταοκτάωρος -η -ο [sarandaoktáoros] Ε5 : που διαρκεί ακριβώς σαράντα οχτώ ώρες, δηλαδή δύο ημέρες2· (πρβ. διήμερος): H σαρανταοχτάωρη απεργία των οδηγών ταξί αρχίζει σήμερα τα ξημερώματα στις έξι η ώρα και λήγει στις έξι η ώρα τα ξημερώματα της Πέμπτης. || (ως ουσ.) το σαρανταοχτάωρο & σαρανταοκτάωρο, χρονικό διάστημα σαράντα οχτώ ωρών: Ύστερα από ένα σαρανταοκτάωρο θα αφαιρεθεί ο ορός από τον ασθενή.

[λόγ. σαράντα + οκτα- + ώρ(α) -ος κατά το εικοσιτετράωρος και προσαρμ. στη δημοτ. με αφομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

σαρανταπεντάρι το [sarandapendári] Ο44 : α. (οικ.) σύνολο από σαράντα πέντε ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Σε μια βόλτα στην αγορά ξόδεψα ένα ~. β. τύπος πιστολιού διαμετρήματος σαράντα πέντε χιλιοστών (του μέτρου ή της ίντσας, ανάλογα με τη χώρα κατασκευής του): Οι τρομοκράτες χτύπησαν πάλι με το γνωστό ~.

[σαράντα πέντ(ε) -άρι]

σαραντάπηχος -η -ο [sarandápixos] Ε5 : που το ύψος ή το μήκος του είναι σαράντα πήχες. || (ως ουσ.) οι Σαραντάπηχοι, φανταστικά πρόσωπα των νεοελληνικών παραδόσεων με πελώριες διαστάσεις.

[μσν. *σαραντάπηχος (πρβ. μσν. σεραντάπηχος) < ελνστ. τεσσαρακοντάπηχ(υς) μεταπλ. -ος και σύντμ. κατά το σαράντα]

σαρανταποδαρούσα η [sarandapoδarúsa] Ο25α : μικρό έντομο με ευκίνητο, επίμηκες σώμα, είκοσι ένα ζεύγη ποδιών και φαιοκίτρινο χρώμα· σκολόπεντρα.

[σαράντα + ποδάρ(ι) -ούσα]

σαραντάρης ο [sarandáris] Ο11 θηλ. σαραντάρα [sarandára] Ο25α : I. για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα χρόνων: Mια ωραία σαραντάρα. H γενιά των σαραντάρηδων βρίσκεται στο προσκήνιο. || (ως επίθ.) σαραντάχρονος: Σαραντάρα γυναίκα. II. (θηλ.) λαμπτήρας με ισχύ σαράντα βατ.

[σαράντ(α) -άρης· σαραντάρ(ης) -α]

σαραντάρι το [sarandári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από σαράντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα.

[μσν. σαραντάρι < σαράντ(α) -άρι]

σαρανταριά η [sarandarjá] Ο24 : καμιά ~, περίπου σαράντα: Στην αίθουσα ήταν καμιά ~ άνθρωποι.

[μσν. σαρανταριά < σαράντ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες