Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σαγιονάρα
1 item total
σαγιονάρα η [sajonára] Ο25 : είδος πλαστικής παντόφλας που συγκρατείται από δύο λουριά σε σχήμα V, που η γωνία τους περνά από το μεγάλο δάχτυλο.

[ιαπων. sayonara `αντίο΄ (από τίτλο κινηματογραφικού έργου, όπου οι ήρωες φορούσαν τέτοιες παντόφλες)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go