Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαββατοκύριακο
1 εγγραφή
Σαββατοκύριακο το [savatokírjako] Ο41 : το Σάββατο και η Kυριακή μαζί, ως ημέρες αργίας και ανάπαυσης: Πού περνάτε τα Σαββατοκύρια κα; Kάθε ~ πάμε στη θάλασσα.

[μσν. σαββατοκυριακόν < Σάββατ(ον) -ο- + Κυριακ(ή) -όν με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ. (πρβ. ελνστ. σαββατοκυριακή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες