Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σήψη η [sípsi] Ο31 : 1. η αποσύνθεση οργανικών ουσιών που προκαλείται από διάφορα βακτηρίδια: Πτώμα σε προχωρημένη ~. 2. (μτφ.) κατάστα ση μεγάλης ηθικής διαφθοράς.
[λόγ. < αρχ. σῆψις (-σις > -ση)]