Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρυμουλκώ
1 item total
ρυμουλκώ [rimulkó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(για όχημα ή πλοίο) τραβώ, σέρνω (ενώ κινούμαι) άλλο όχημα ή πλοίο δεμένο πίσω μου· (πρβ. έλκω): Παραπλέοντα σκάφη ρυμούλκησαν τη θαλαμηγό ως το πλησιέστερο λιμάνι. || Xάλασε το αυτοκίνητό μου και με ρυμούλκησε ως την πόλη ένα περαστικό φορτηγό. 2. (μτφ., για πρόσ.) παρασέρνω.

[λόγ. < ελνστ. ῥυμουλκῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go