Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρετσινάτος
1 item total
ρετσινάτος -η -ο [retsinátos] Ε3 : (για κρασί) που περιέχει ρετσίνι· (πρβ. ρετσίνα): Ρετσινάτο κρασί. || (ως ουσ.) το ρετσινάτο. ANT αρετσίνωτο.

[ρετσίν(α) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go