Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέω
2 εγγραφές [1 - 2]
ρέω [réo] Ρ αόρ. έρευσα, απαρέμφ. ρεύσει : 1.για μάζα, ρευστή ή υγρή, που κινείται προς ορισμένη κατεύθυνση· (πρβ. κυλώ, τρέχω): Ο ποταμός ρέει ορμητικά. || Στις φλέβες του ρέει αίμα αριστοκρατικό, κυλάει. || αναβλύζω: Aπό τη σχισμή του βράχου ρέει νερό. 2. (μτφ.) διατίθεμαι σε μεγάλες ποσότητες: Tο χρήμα ρέει άφθονο. Έρευσε πακτωλός χρημάτων. H σαμπάνια έρεε άφθονη. 3. για γραπτό κυρίως λόγο που έχει ρυθμό φυσικό, απαλό και ευχάριστο, και καθαρότητα νοηματική: Ο λόγος του ρέει φυσικός και αβίαστος.

[λόγ. < αρχ. ῥέω]

ρέων -ουσα -ον [réon] Ε12 : (ιδ. για λόγο, συνήθ. γραπτό) που έχει ρυθμό φυσικό, απαλό και ευχάριστο, και καθαρότητα νοηματική: Kείμενο γραμμένο σε ρέοντα λόγο. Ρέον ύφος.

[λόγ. < αρχ. ῥέων μεε. του ῥέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες