Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πώγων
2 εγγραφές [1 - 2]
πώγωνας ο [póγonas] Ο5 : (λόγ.) το γένι και με επέκταση το πιγούνι.

[λόγ. < αρχ. πώγων, αιτ. -ωνα `γένι΄]

πωγωνοφόρος -α -ο [poγonofóros] Ε4 : 1. (λόγ.) γενειοφόρος. 2. (ζωολ., ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα, θαλάσσιοι, ασπόνδυλοι οργανισμοί που χαρακτηρίζονται από τις κεραίες τους στο μπροστινό άκρο του σώματος.

[λόγ. < αρχ. πωγωνοφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες