Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πυρόλυση η [pirólisi] Ο33 : (χημ.) διάσπαση μιας χημικής ένωσης με χρή ση υψηλής θερμοκρασίας.
[λόγ. < νλατ. pyrolysis < pyro- = πυρο- + αρχ. λύ(σις) -ση]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < νλατ. pyrolysis < pyro- = πυρο- + αρχ. λύ(σις) -ση]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |