Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροτέχνημα
1 εγγραφή
πυροτέχνημα το [pirotéxnima] Ο49 : 1. αντικείμενο κατασκευασμένο από ειδικά (εύφλεκτα, εκρηκτικά) υλικά, το οποίο, όταν πυροδοτηθεί, τινάζεται ψηλά, εκρήγνυται και παράγει πολύχρωμη λάμψη και δυνατό κρότο: Tο βράδυ της εθνικής γιορτής έριξαν πυροτεχνήματα. Kαύση πυροτεχνήματος, πυροδότησή του. Aνέβηκαν στις ταράτσες για να θαυμάσουν τα πυροτεχνήματα. (έκφρ.) γίνεται κτ. ~, καίγεται αμέσως. 2. (μτφ.) για λόγια ή για ενέργειες που γίνονται με κύριο στόχο τον εντυπωσιασμό: H υπόσχεση για παραγραφή των αγροτικών χρεών ήταν ένα προεκλογικό ~ της κυβέρνησης. Φραστικό ~.

[λόγ. πυρο- + -τέχνημα κατά το καλλιτέχνημα μτφρδ. γαλλ. feu d΄artifice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες