Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσ-
1 εγγραφή
προσ- [pros] & [proz], πριν από [v, γ, δ] & πρόσ- [prós] ή [próz], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ. δηλώνει: I1. κίνηση προς ένα τέρμα που εξυπακούεται από τα συμφραζόμενα: προσέρχομαι, προσελκύω. || κατεύθυνση, κίνηση προς το τέρμα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: προσγειώνω, προσεδαφίζω, προσθαλασσώνω· προσγείωση, προσθαλάσσωση· προσήλιος. 2. εγγύτητα: πρόσκειμαι, προσκαλώ, προσκολλώ. || (βοτ.) προσοφθάλμιος. 3. σχετική ομοιότητα: προσόμοιος· προσομοιάζω. 4. συμφωνία, σχέση κτλ.: προσαρμόζω. 5. εχθρική σχέση, εναντίον: προσβάλλω, προσκρούω. 6. χρονική εγγύτη τα: προσώρας· πρόσκαιρος, προσωρινός· πρόσπαππος, προπάππος. 7. επιτείνει, επαυξάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προσαποκτώ, προσαυξάνω, προσεπικυρώνω, προσμαρτυρώ, αποκτώ, αυξάνω κτλ. κτ. επιπλέον· προσαύξηση, προσμαρτυρία, επιπλέον αύξηση, μαρτυρία· πρόσβαρος, προσέτι. || με την έννοια της προσθήκης: προσυπογράφω, υπογράφω μαζί με άλλους· συνυπογράφω· προσωνυμία. II. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: προσδοκώ, προσεύχομαι, προσκαρτερώ, προσμένω· προσδοκία, προσευχή, προσμονή.

[λόγ. < αρχ. προσ- < πρόθ. πρός ως α' συνθ. με ονόματα και ρήματα δηλωτικό κίνησης προς, του επιπλέον, του εκτός: αρχ. προσ-έρχομαι, προσ-κολλῶ, ελνστ. προσ-αύξησις, πρόσ-καιρος & μτφρδ.: προσ-γειώνω < γαλλ. attérir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες