Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκεκλημένος
1 εγγραφή
προσκεκλημένος -η -ο [proskekliménos] Ε3 : που τον έχουν προσκαλέσει, που έχει προσκληθεί συνήθ. για κάποια επίσημη εκδήλωση: Στους προσκεκλημένους αρχηγούς κρατών θα παρατεθεί επίσημο δείπνο. || (συνήθ. ως ουσ.): ο προσκεκλημένος, θηλ. προσκεκλημένη: Tους επίσημους προσκεκλημένους θα τους υποδεχθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

[λόγ. μππ. του προσκαλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες