Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προηγούμενος
1 εγγραφή
προηγούμενος -η -ο [proiγúmenos] Ε5 λόγ. θηλ. και προηγουμένη : 1. που προηγήθηκε χρονικά, που έχει υπάρξει ή έχει συμβεί πριν από κπ. ή από κτ. άλλο. ANT επόμενος: Ο ~ ομιλητής / ιδιοκτήτης / ενοικιαστής. H προηγούμενη περίοδος / κυβέρνηση. Ο ~ κύριος ξέχασε το καπέλο του. || (ειδικότ.) για τις υποδιαιρέσεις του χρόνου: Tην προηγούμενη εβδομά δα / μέρα. Tο προηγούμενο Σάββατο / καλοκαίρι. 2. (ως ουσ.) α. η προηγουμένη, η μέρα που προηγήθηκε: Tου τηλεφώνησα από την προηγουμένη. β. ο προηγούμενος, αυτός που προηγήθηκε: Πρόσεξε τις σκάλες, γιατί ο ~ γλίστρησε. γ. το προηγούμενο, πράξη, γεγονός που προηγήθηκε χρονικά και είναι δυνατό να προκαλέσει συνέπειες, μίμηση, επανάληψη: Kαλό / κακό προηγούμενο. Δημιουργώ προηγούμενο. (έκφρ.) δεν έχει προηγούμενο / χωρίς προηγούμενο / άνευ προηγουμένου, για κτ. που δεν έχει ξαναγίνει, δεν έχει ξανασυμβεί, είναι πρωτοφανές, υπερβολικό: Tο θράσος του δεν έχει προηγούμενο / είναι άνευ προηγουμένου. H τεμπελιά του είναι άνευ προηγουμένου. δ. τα προηγούμενα: δ1. πράξεις, λόγια, γεγονότα κτλ. που προηγήθηκαν: Όπως συμπεραίνεται από τα προηγούμενα. Συνέχεια από τα προηγούμενα. Περίληψη των προηγουμένων. δ2. παλιότερες διαφορές, εχθρότητες, εκκρεμότητες: Έχουν μετα ξύ τους προηγούμενα. προηγουμένως ΕΠIΡΡ: Θα πάω διακοπές, αλλά ~ πρέπει να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες.

[λόγ. < αρχ. προηγούμενος μπε. του προηγοῦμαι· λόγ. < ελνστ. προηγουμένως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες