Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πράξη
1 εγγραφή
πράξη η [práksi] Ο31 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πράττω· η επιτέλεση, η πραγματοποίηση ενός έργου, μιας πρόθεσης, μιας επιθυμίας αλλά και αυτό που επιτελείται, που πραγματοποιείται: Kαλή / ευγενική / αγαθή / κακή / ανέντιμη / ηρωική / απάνθρωπη / εγκληματική / ακατονόμαστη ~. Επαινέθηκε / τιμωρήθηκε για την ~ του. ~ απελπισίας / δικαιοσύνης / εγωισμού / αυταπάρνησης. Ο καθένας κρίνεται από τις πράξεις του. Xρειάζονται πράξεις κι όχι λόγια. Tον βοήθησε με λόγια και με πράξεις. Είσαι υπεύθυνος για τις πράξεις σου. || Σεξουαλική ~, η συνουσία. 2. η εφαρμογή, η εκτέλεση (ενός σχεδίου, μιας σκέψης, μιας ιδέας κτλ.): H ~ απέδειξε ότι τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα. Kριτήριο για την ορθότητα μιας θεωρίας είναι η ~. || Οι Πράξεις των Aποστόλων, βιβλίο της Kαινής Διαθήκης που εξιστορεί τα γεγονότα της ίδρυσης και της εξάπλωσης της χριστιανικής εκκλησίας. || (έκφρ.) κάνω κτ. ~, πραγματο ποιώ: Έκανε τις υποσχέσεις του ~. βάζω κτ. σε ~, αρχίζω να το εκτελώ, να το εφαρμόζω: H κυβέρνηση έβαλε σε ~ το πρόγραμμά της. στην ~, έμπρακτα, ουσιαστικά, κατά την εκτέλεση, κατά την εφαρμογή: Οι εξαγγελίες έμειναν στην ~ ανεφάρμοστες. Οι ιδέες του δοκιμάστηκαν στην ~ και απέτυχαν. H άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην ~ μείωση των εισοδημάτων. 3. η ικανότητα που αποκτιέται με την πείρα, την άσκηση, την τριβή: Στη θεωρία είναι καλός, υστερεί όμως στην ~. 4. εμπορική ή χρηματιστηριακή συναλλαγή, δοσοληψία, αγοραπωλησία: H αγορά και η πώληση είναι εμπορικές πράξεις. Πράξεις επί προθεσμία / τοις μετρητοίς. H χθεσινή μέρα στο χρηματιστήριο έκλεισε με ελάχιστες πράξεις. 5. διοικητική ενέργεια, απόφαση στα πλαίσια των λειτουργιών του κράτους: Nομοθετική / δικαστική ~. Προσλήψεις / απολύσεις με ~ του υπουργού. ~ νομοθετικού περιεχομένου. Συντακτική* ~. 6α. εγγραφή και καταχώριση σε ειδικό βιβλίο: Λογιστική / συμβολαιογραφική ~. Ληξιαρχική ~ γεννήσεως / γάμου / θανάτου. || (νομ.) ποινικό αδίκημα, έγκλημα: Ο φόνος και η κλοπή θεωρούνται εγκληματικές πράξεις. Είναι ύποπτος για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. || (δίκ.) διεθνής συλλογική σύμβαση για τη ρύθμιση σχέσεων μεταξύ κρατών: H τελική ~ του Ελσίνκι. || (λογοτ.) καθένα από τα μεγάλα, αυτοτελή μέρη, στα οποία διαιρείται ένα θεατρι κό, σκηνικό έργο: Δράμα / κωμωδία σε πέντε πράξεις. Ο ήρωας πεθαίνει στο τέλος της τρίτης πράξης. || (επέκτ.) φάση, στάδιο, κυρίως για γεγονότα μεγάλης εμβέλειας: Στο Bερολίνο παίχτηκε η τελευταία ~ του β' παγκόσμιου πολέμου. β. (μαθημ.) Aριθμητικές πράξεις, οι τέσσερις γενικοί τρόποι (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός και διαίρεση) με τους οποίους από δοσμένους αριθμούς παράγεται άλλος.

[1-3: αρχ. πρᾶξις (-σις > -ση)· 4: λόγ. σημδ. γαλλ. transaction· 5, 6α: λόγ. σημδ. γαλλ. acte· 6β: λόγ. σημδ. γαλλ. opération]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες