Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυπόθητος
1 εγγραφή
πολυπόθητος -η -ο [polipóθitos] Ε5 : που τον ποθούν, που τον επιθυμούν πολύ, περιπόθητος: Πολυπόθητη ελευθερία.

[ελνστ. πολυπόθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες