Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυεπίπεδος
1 εγγραφή
πολυεπίπεδος -η -ο [poliepípeδos] Ε5 : που έχει πολλά επίπεδα, πολλές διαστάσεις, που καλύπτει πολλές πλευρές· πολύπλευρος2, πολυδιάστατος. ANT μονόπλευρος.

[λόγ. πολυ- + επίπεδ(ον) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες