Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολεμοκάπηλος
1 item total
πολεμοκάπηλος ο [polemokápilos] Ο20α : αυτός που εκμεταλλεύεται τον πόλεμο για να αποκομίσει οφέλη, να κερδοσκοπήσει.

[λόγ. πόλεμ(ος) -ο- + κάπηλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go