Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιοτικός
1 εγγραφή
ποιοτικός -ή -ό [piotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ποιότητα, που χαρακτηρίζεται από αυτήν (συχνά σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα): Ποιοτικό γνώρισμα / χαρακτηριστικό / στοιχείο / κριτήριο. Ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές / διαφορές. Ποιοτική δουλειά / εργασία. || (χημ.) ποιοτική ανάλυση, που ενδιαφέρεται για τη φύση των συστατικών ενός σώματος και όχι για την ποσοτική συμμετοχή τους στην ένωση. || (γραμμ.) ποιοτική ετεροίωση / μεταβολή, η μεταβολή ενός φωνήεντος σε άλλο φωνήεν του ίδιου χρόνου (ενός βραχύχρονου σε άλλο βραχύχρονο ή ενός μακρόχρονου σε άλλο μακρόχρονο)· π.χ. βρέχω - βροχή, σπεύδω - σπουδή. ποιοτικά & (λόγ.) ποιοτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ποιότ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. qualitatif, qualificatif· λόγ. ποιοτικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες