Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλεονέκτημα
1 εγγραφή
πλεονέκτημα το [pleonéktima] Ο49 : ANT μειονέκτημα. 1. κτ. (μια κατάσταση, θέση, ιδιότητα κτλ.) που επενεργεί ευνοϊκά για κπ., που τον φέρνει σε ευνοϊκή θέση, σε υπεροχή έναντι άλλων και του αποφέρει κέρδος, ωφέλεια, όφελος: Παρουσιάζω / έχω / προσφέρω πλεονεκτήματα. Yλικά / οικονομικά πλεονεκτήματα. Οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα παρουσιάζουν μεγάλα πλεονεκτήματα. Οι ψηλοί παίκτες εξασφάλισαν στην ομάδα ένα βασικό ~ έναντι των αντιπάλων. Tο καινούριο σπίτι / αυτοκίνητο έχει το ~ να μη χρειάζεται πολλή συντήρηση. || (οικον.) συγκριτι κό ~, η δυνατότητα προσφοράς προϊόντων ή υπηρεσιών σε τιμές φθηνό τερες από άλλα αντίστοιχα προϊόντα ή υπηρεσίες. || (ποδ.): Ο διαιτητής άφησε το ~ (στον επιτιθέμενο παίκτη), του επέτρεψε να συνεχίσει από ευνοϊκή θέση την προσπάθειά του για την επιτυχία γκολ, παρόλο που ένας αντίπαλος παίκτης επιχείρησε ανεπιτυχώς να τον ανακόψει αντικα νονικά. 2. το κέρδος, η ωφέλεια, το όφελος που προκύπτει για κπ., από μια ευνοϊκή θέση, υπεροχή έναντι άλλων: Tα πλεονεκτήματα από την αγορά ενός ηλιακού θερμοσίφωνα είναι πολλά. Tο ρεύμα με νυκτερινό τιμολόγιο έχει πλεονεκτήματα. Εκτιμώ / ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας κατάστασης.

[λόγ.: 1: αρχ. πλεονέκτημα· 2: σημδ. γαλλ. avantage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες