Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλειονότητα
1 item total
πλειονότητα η [plionótita] Ο28 : (σπανιότ.) το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους, ενός αριθμού προσώπων ή και πραγμάτων· πλειοψηφία3: Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες. Οι προβλέψεις του στην ~ των περιπτώσεων αποδείχτηκαν σωστές.

[λόγ. < ελνστ. πλειονότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go