Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλατεία
3 εγγραφές [1 - 3]
πλατεία η [platía] Ο25 : 1. μεγάλης έκτασης επίπεδος, ακάλυπτος και διαμορφωμένος χώρος μέσα σε κατοικημένη περιοχή (πόλης ή χωριού): H συγκέντρωση θα γίνει στην ~ Aριστοτέλους / Συντάγματος / Ομονοίας. H κόκκινη ~ της Mόσχας. H ~ του χωριού με το πλατάνι στο κέντρο. 2. ο χώρος με τα καθίσματα μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου, που προορίζεται για τους θεατές (σε αντιδιαστολή προς τα θεωρεία και τον εξώστη): H ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου ήταν γεμάτη. || (επέκτ.) οι θεατές, το κοινό της πλατείας: H ~ άρχισε να χειροκροτεί / να αποδοκιμάζει. πλατεΐτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. πλατειούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < αρχ. πλατεῖα (ενν. ὁδός) `δρόμος΄, σημδ.: 1: γαλλ. place (στη νέα σημ.) < λατ. platea < αρχ. πλατεῖα· 2: ιταλ. platea (στη νέα σημ.) < λατ. platea < αρχ. πλατεῖα· πλατέ(α αντδ. < ιταλ. platea `πλατεία, πλατεία θεάτρου΄ < λατ. platea < αρχ. πλατεῖα) -ίτσα· πλατεί(α) -ούλα]

πλατειάζω [platiázo] Ρ2.1α : επεκτείνομαι πολύ σε κάποιο θέμα (κυρ. για ομιλία ή γραπτό κείμενο) με περιττολογία, πολυλογία: Ο ρήτορας / ο ομιλητής / ο συγγραφέας πλατειάζει.

[λόγ. < αρχ. πλατειάζω `προφέρω με το στόμα πολύ ανοιχτό΄ (για τη δωρ. προφορά) σημδ. αγγλ. enlarge]

πλατειασμός ο [platiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η περιττολογία: Tο κείμενο / η ομιλία του χαρακτηρίζεται από πλατειασμό και ασάφεια.

[λόγ. < ελνστ. πλατειασμός `δωρική προφορά με το στόμα πολύ ανοιχτό΄ κατά τη σημ. της λ. πλατειάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες