Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- πλέγμα το [pléγma] Ο48 : 1. κατασκευή δικτυωτού σχήματος από νήματα, σύρματα ή άλλα υλικά, που διασταυρώνονται συνήθ. κάθετα, ώστε να αφήνουν διάκενα (μικρά ή μεγαλύτερα, αναλόγως με τη χρήση): Tο μπετόν είναι ενισχυμένο με μεταλλικά πλέγματα. Φίλτρο από συρμάτινο ~. Ένα ~ από λεπτά σύρματα και λινά ενισχύει το ελαστικό των αυτοκινήτων. 2. (μτφ.) σύνολο, σύστημα σχέσεων (θεσμών, δραστηριοτήτων, ενεργειών κτλ.) που διασταυρώνονται και αλληλεξαρτώνται: Iδεολογικό / πολιτικό / οικονομικό / νομικό / θεσμικό ~. Πολύπλοκο ~ διεθνών σχέσεων. H αντιμετώπιση της κατάστασης απαιτεί ένα ~ μέτρων και ιεραρχήσεων. 3α. το σύμπλεγμα2: ~ ανωτερότητας / κατωτερότητας / ενοχής. β. (ανατ.) δίκτυο από αγγεία ή νεύρα: Φλεβικό / νευρικό / αυχενικό / καρδιακό ~. γ. (ηλεκτρον.) μεταλλικό ή συρμάτινο ηλεκτρόδιο των ηλεκτρονικών λυχνιών: ~ επιταχυντικό / αναστολής.
[λόγ.: 1: αρχ. πλέγμα· 2: σημδ. γαλλ. réseau· 3: σημδ. γερμ. Komplex]
- πλεγματικός -ή -ό [pleγmatikós] Ε1 : συμπλεγματικός: Πλεγματική συμπεριφορά.
[λόγ. πλεγματ- (πλέγμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. complexé]
- πλεγματοειδής -ής -ές [pleγmatoiδís] Ε10 : που μοιάζει με πλέγμα.
[λόγ. πλεγματ- (πλέγμα) -ο- + -ειδής]



