Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πινακίδα
1 εγγραφή
πινακίδα η [pinakíδa] Ο26 : επίπεδη, ορθογώνια συνήθ. πλάκα, που φέρει επιγραφή ενημερωτικού ή προειδοποιητικού περιεχομένου· ταμπέλα: Έξω από την πόρτα υπήρχε μια ~ με το όνομά του. Mια ~ πληροφορούσε τον κόσμο ότι η θάλασσα είναι μολυσμένη. Yπάρχουν πινακίδες που απαγορεύουν το άναμμα φωτιάς στο δάσος. || Πινακίδες κυκλοφορίας (οχημάτων), μεταλλική πλάκα με τα διακριτικά νούμερα των οχημάτων: Tου αφαίρεσαν τις πινακίδες για παράνομο παρκάρισμα. || Πινακίδες σήμανσης, ειδικές μεταλλικές ταμπέλες (κυρ. στρογγυλές ή τριγωνικές), που ρυθμίζουν την κυκλοφορία των οχημάτων.

[λόγ. < ελνστ. πινακίς, αιτ. -ίδα, αρχ. σημ.: `μικρή πινακίδα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες