Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περιφερειακός
1 item total
περιφερειακός -ή -ό [periferiakós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια3: Περιφερειακή διοίκηση. Περιφερειακό συμβούλιο. Περιφερειακή ανάπτυξη. || (ιατρ.) Περιφερειακό νευρικό σύστημα, που συνδέει το κεντρικό νευρικό σύστημα με όλα τα άλλα μέρη του οργανισμού. 2. Περιφερειακή οδός και ως ουσ. η περιφερειακή ή ο περιφερειακός, δρόμος έξω και γύρω από την έκταση τόπου ή (οικιστικής) περιοχής.

[λόγ.: 1: περιφέρει(α) -ακός· 2: σημδ. γαλλ. périphérique (< périphérie < αρχ. περιφέρεια)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go