Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιπετειώδης
1 εγγραφή
περιπετειώδης -ης -ες [peripetióδis] Ε11 : που είναι γεμάτος περιπέτειες: Περιπετειώδες ταξίδι. ~ ζωή. ~ διαδρομή / πορεία. Περιπετειώδεις προσπάθειες.

[λόγ. περιπέτει(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. aventureux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες