Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρόμοιος
1 εγγραφή
παρόμοιος -α -ο [parómios] Ε6 : που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με κτ. άλλο, που είναι σχεδόν ή περίπου όμοιος με κτ. άλλο: Σε παρόμοιες περιπτώσεις. Έχουμε παρόμοια γούστα. Παρόμοια μέθοδος / δουλειά. || …και τα παρόμοια, ως έκφραση περιληπτικής διατύπωσης: Tο κολύμπι, η κωπηλασία και τα παρόμοια. (έκφρ.) …και άλλα ηχηρά* παρόμοια. παρόμοια ΕΠIΡΡ: Εκφράστηκε / ενήργησε κάπως ~. παρομοίως ΕΠIΡΡ συνήθ. απόλυτα, ως απάντηση που επιβεβαιώνει κτ. ή καταφάσκει σε κτ.: Xρόνια πολλά! -~!

[λόγ. < αρχ. παρόμοιος, παρομοίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες